ουσιαστικό “sedan”
ενικός sedan, πληθυντικός sedans
- σεντάν (αυτοκίνητο με ξεχωριστούς χώρους για τον κινητήρα, τους επιβάτες και το πορτμπαγκάζ, συνήθως με δύο σειρές καθισμάτων)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He drove his family to the city in his new sedan.