επίθετο “veritable”
βασική μορφή veritable, μη βαθμ.
- αληθινός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The small town's annual fair was a veritable wonderland for the local children, filled with games, treats, and laughter.