·

water (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “water”

ενικός water, πληθυντικός waters ή μη μετρήσιμο
  1. νερό
    Plants need water to grow.
  2. ποτήρι νερού (για το παράδειγμα με το ποτήρι), μπουκάλι νερού (για το παράδειγμα με το μπουκάλι)
    At the restaurant, he asked the waiter, "Could I have two waters for the table?"
  3. επιφάνεια του νερού
    The boat floated gently on the water.
  4. ύδατα
    They sailed across the French waters.

ρήμα “water”

απαρέμφατο water; αυτός waters; αόριστος watered; μετοχή αορ. watered; μετοχή ενεστ. watering
  1. ποτίζω
    Every morning, Tom waters his tomato plants to keep them healthy.
  2. υδροδοτώ
    The river waters the entire valley, ensuring the crops grow abundantly each year.
  3. δακρύζουν (τα μάτια)
    Watching the emotional movie scene, her eyes watered uncontrollably.
  4. σιελορροώ (το στόμα)
    Just thinking about the lemon tart made her mouth water.