ουσιαστικό “water”
ενικός water, πληθυντικός waters ή μη μετρήσιμο
- νερό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Plants need water to grow.
- ποτήρι νερού (για το παράδειγμα με το ποτήρι), μπουκάλι νερού (για το παράδειγμα με το μπουκάλι)
At the restaurant, he asked the waiter, "Could I have two waters for the table?"
- επιφάνεια του νερού
The boat floated gently on the water.
- ύδατα
They sailed across the French waters.
ρήμα “water”
απαρέμφατο water; αυτός waters; αόριστος watered; μετοχή αορ. watered; μετοχή ενεστ. watering
- ποτίζω
Every morning, Tom waters his tomato plants to keep them healthy.
- υδροδοτώ
The river waters the entire valley, ensuring the crops grow abundantly each year.
- δακρύζουν (τα μάτια)
Watching the emotional movie scene, her eyes watered uncontrollably.
- σιελορροώ (το στόμα)
Just thinking about the lemon tart made her mouth water.