·

user (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “user”

ενικός user, πληθυντικός users
  1. χρήστης
    The library offers free water for all its users.
  2. χρήστης (στον υπολογιστικό τομέα)
    Every user must create a password to access the system.
  3. χρήστης ναρκωτικών
    The police arrested him after discovering he was a drug user.