ουσιαστικό “user”
ενικός user, πληθυντικός users
- χρήστης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The library offers free water for all its users.
- χρήστης (στον υπολογιστικό τομέα)
Every user must create a password to access the system.
- χρήστης ναρκωτικών
The police arrested him after discovering he was a drug user.