·

two-factor (EN)
επίθετο

επίθετο “two-factor”

βασική μορφή two-factor, μη βαθμ.
  1. διπλού παράγοντα (έχοντας δύο διαφορετικές μεθόδους ή συστατικά που χρησιμοποιούνται μαζί)
    The company improved security by implementing two-factor authentication for all employees.