επίθετο “two-factor”
βασική μορφή two-factor, μη βαθμ.
- διπλού παράγοντα (έχοντας δύο διαφορετικές μεθόδους ή συστατικά που χρησιμοποιούνται μαζί)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company improved security by implementing two-factor authentication for all employees.