αριθμητικό (όνομα) “two”
- δύο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She had two apples in her bag, one for herself and one for her friend.
ουσιαστικό “two”
ενικός two, πληθυντικός twos ή μη μετρήσιμο
- δύο (ώρα)
I glanced at my watch, realizing it was already two in the afternoon, and I hadn't eaten lunch yet.
- διευκρίνιση δεν είναι δυνατή, καθώς δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος στα Ελληνικά για το συγκεκριμένο νόμισμα
I paid for my coffee with a two because I didn't have any smaller bills.
- δύο ετών (παιδί)
The playgroup is specially designed for the twos, with activities that cater to their level of development.
- δύο (κάρτα)
In his hand, he held a two of hearts, hoping it would somehow help him win the game.