·

twisting (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
twist (ρήμα)

επίθετο “twisting”

βασική μορφή twisting (more/most)
  1. ελισσόμενος
    The twisting river snaked through the dense forest.