·

sell (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “sell”

απαρέμφατο sell; αυτός sells; αόριστος sold; μετοχή αορ. sold; μετοχή ενεστ. selling
  1. πουλάω
    She sold her old car very quickly at a good price.
  2. πωλούμαι
    This new smartphone is selling rapidly in stores.
  3. πουλώ (να πείσεις κάποιον να αποδεχτεί μια ιδέα ή ένα σχέδιο)
    He worked hard to sell the project proposal to the board.
  4. προδίδω (για προσωπικό όφελος)
    He sold his fellow soldiers to the enemy.

ουσιαστικό “sell”

ενικός sell, πληθυντικός sells
  1. πώληση (προσπάθεια πειθούς)
    Getting everyone to agree to the new schedule was a tough sell.