ρήμα “sell”
απαρέμφατο sell; αυτός sells; αόριστος sold; μετοχή αορ. sold; μετοχή ενεστ. selling
- πουλάω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She sold her old car very quickly at a good price.
- πωλούμαι
This new smartphone is selling rapidly in stores.
- πουλώ (να πείσεις κάποιον να αποδεχτεί μια ιδέα ή ένα σχέδιο)
He worked hard to sell the project proposal to the board.
- προδίδω (για προσωπικό όφελος)
He sold his fellow soldiers to the enemy.
ουσιαστικό “sell”
ενικός sell, πληθυντικός sells
- πώληση (προσπάθεια πειθούς)
Getting everyone to agree to the new schedule was a tough sell.