·

twenty (EN)
αριθμητικό (όνομα), ουσιαστικό

αριθμητικό (όνομα) “twenty”

twenty, 20
  1. είκοσι
    She bought twenty apples from the market.

ουσιαστικό “twenty”

ενικός twenty, πληθυντικός twenties
  1. εικοσάευρο (χαρτονόμισμα αξίας 20 μονάδων νομίσματος)
    She handed the cashier a crisp twenty to pay for her groceries.