ρήμα “transcend”
απαρέμφατο transcend; αυτός transcends; αόριστος transcended; μετοχή αορ. transcended; μετοχή ενεστ. transcending
- υπερβαίνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The technology in this lab transcends anything currently available in the commercial market.
- υπερέχω
His dedication to the cause transcends that of anyone else I've ever met.