·

traditional (EN)
επίθετο

επίθετο “traditional”

βασική μορφή traditional (more/most)
  1. παραδοσιακός
    Every year, my family follows the traditional recipe for Thanksgiving turkey passed down from my great-grandmother.
  2. παραδοσιακός (με έμφαση στην προτίμηση παλαιών εθίμων και στην παλαιομοδίτικη στάση)
    They have a very traditional marriage.
  3. παραδοσιακός (σχετικά με την παραδοσιακή μορφή των κινεζικών χαρακτήρων)
    Many students find it challenging to learn the traditional characters, as they are more complex than their simplified counterparts.