·

three-way (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “three-way”

βασική μορφή three-way, μη βαθμ.
  1. τριπλός
    The intersection has a three-way stop sign to manage traffic from all directions.

ουσιαστικό “three-way”

ενικός three-way, πληθυντικός three-ways
  1. τρίο (σεξουαλική δραστηριότητα)
    Last night, Alex, Jamie, and Taylor decided to have a three-way.