επίθετο “technological”
βασική μορφή technological (more/most)
- τεχνολογικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company's technological advancements have significantly improved the efficiency of their manufacturing process.