·

sworn (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
swear (ρήμα)

επίθετο “sworn”

βασική μορφή sworn, μη βαθμ.
  1. ορκισμένος
    Despite their families' long history of friendship, they became sworn enemies after the competition.