ουσιαστικό “surroundings”
surroundings, μόνο πληθυντικός
- περιβάλλον
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She felt safe walking her dog in the familiar surroundings of her neighborhood.