ουσιαστικό “supplicant”
ενικός supplicant, πληθυντικός supplicants
- ικέτης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The supplicant knelt before the king, pleading for mercy for his imprisoned brother.
- συσκευή αιτήματος (σε δίκτυο)
Before accessing the secure network, the supplicant device must provide valid credentials to the server.
επίθετο “supplicant”
βασική μορφή supplicant (more/most)
- ικετεύων
She gave him a supplicant look, hoping he would reconsider.