·

success (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “success”

ενικός success, πληθυντικός successes ή μη μετρήσιμο
  1. επιτυχία
    After years of hard work, she finally found success with her innovative startup.
  2. επιτυχημένος/η (όταν αναφέρεται σε πρόσωπο) / επιτυχημένο (όταν αναφέρεται σε πράγμα ή έργο)
    The new software became a success overnight, exceeding the company's sales expectations.