ουσιαστικό “stalk”
ενικός stalk, πληθυντικός stalks
- στέλεχος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The sunflower's tall stalk held up its bright yellow petals.
- μίσχος (των ματιών σε θαλάσσια πλάσματα)
The crab's eyes moved independently on their stalks, scanning the surroundings for food.
ρήμα “stalk”
απαρέμφατο stalk; αυτός stalks; αόριστος stalked; μετοχή αορ. stalked; μετοχή ενεστ. stalking
- παραμονεύω
The cat stalked the bird, moving silently through the tall grass.
- παρακολουθώ (ενοχλητικά)
He was arrested for stalking his neighbor by sending her unwanted messages every day.
- περπατώ αγέρωχα
She stalked out of the room, her head held high.