·

staging (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
stage (ρήμα)

ουσιαστικό “staging”

ενικός staging, πληθυντικός stagings ή μη μετρήσιμο
  1. σκηνοθεσία
    The director spent weeks on the staging to ensure the set perfectly captured the mood of the play.
  2. σκηνικά (όλα τα οπτικά στοιχεία)
    The staging of the play included elaborate costumes.