ουσιαστικό “air”
ενικός air, πληθυντικός airs ή μη μετρήσιμο
- αέρας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We need clean air to breathe and stay healthy.
- αέρας (πάνω από το έδαφος)
The kite flew high in the air.
- αέρας (όπου πετούν τα αεροπλάνα)
From the air, the city looked like a tiny model with its buildings and streets.
- ατμόσφαιρα
The old house had an air of mystery that intrigued everyone who passed by.
- άρια
She sang a beautiful air from the opera that left the audience in awe.
ρήμα “air”
απαρέμφατο air; αυτός airs; αόριστος aired; μετοχή αορ. aired; μετοχή ενεστ. airing
- προβάλλω
The new episode will air on TV tonight at 8 PM.
- αερίζω
She aired the blankets by hanging them outside in the sunshine.
- αερίζω (για φρέσκο αέρα)
She opened the windows to air the room after painting.
- εκφράζω (δημόσια)
She aired her frustrations about the new policy during the staff meeting.