·

springing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
spring (ρήμα)

ουσιαστικό “springing”

ενικός springing, πληθυντικός springings ή μη μετρήσιμο
  1. ανάρτηση
    The old truck's springing could not handle the rough terrain, making the ride extremely bumpy.