ρήμα “glow”
απαρέμφατο glow; αυτός glows; αόριστος glowed; μετοχή αορ. glowed; μετοχή ενεστ. glowing
- αναβλύζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The stars glowed softly in the night sky.
- λάμπω (από συναίσθημα)
Her eyes glowed with pride as she watched her daughter receive the award.
- κοκκινίζω
Her cheeks were glowing after the brisk walk.
ουσιαστικό “glow”
ενικός glow, πληθυντικός glows ή μη μετρήσιμο
- αχτίνα
After turning off the bedroom lights, the soft glow from the moon bathed the room in a silvery light.
- αίσθημα ενθουσιασμού
You could see the glow in her eyes when she spoke about her children's accomplishments.
- ερυθρότητα στο πρόσωπο
After her morning run, her cheeks had a healthy glow.