·

splendor (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “splendor”

ενικός splendor us, splendour uk, πληθυντικός splendors us, splendours uk ή μη μετρήσιμο
  1. λαμπρότητα
    The splendor of the sunset left everyone on the beach in awe.