επίθετο “non-performing”
βασική μορφή non-performing, nonperforming, μη βαθμ.
- μη εξυπηρετούμενος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The bank had to address the issue of non-performing loans that were unlikely to be repaid.
- μη λειτουργικός (όπως αναμενόταν)
The factory had to replace non-performing machinery to improve productivity.