·

sin (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, ουσιαστικό, συντομογραφία

ουσιαστικό “sin”

ενικός sin, πληθυντικός sins ή μη μετρήσιμο
  1. αμαρτία
    He confessed his sins to the priest.
  2. αμαρτωλότητα
    She believes that living in sin separates humans from God.
  3. σφάλμα
    The movie had its sins, but overall it was enjoyable.
  4. (στον αθλητισμό) ποινή
    After the foul, he was sent to the sin for ten minutes.

ρήμα “sin”

απαρέμφατο sin; αυτός sins; αόριστος sinned; μετοχή αορ. sinned; μετοχή ενεστ. sinning
  1. αμαρτάνω
    They believe they will be punished if they sin.

ουσιαστικό “sin”

sin, μόνο ενικός αριθμός
  1. το εικοστό πρώτο γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου (שׂ)
    The Hebrew letter sin is pronounced like 's'.
  2. το δωδέκατο γράμμα του αραβικού αλφαβήτου (س)
    In Arabic, sin represents the sound 's'.

συντομογραφία “sin”

sin
  1. (στα μαθηματικά) συντομογραφία για το "ημίτονο"
    The formula uses sin θ to calculate the height.