·

simplified (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
simplify (ρήμα)

επίθετο “simplified”

βασική μορφή simplified (more/most)
  1. απλοποιημένος
    The teacher provided a simplified explanation of photosynthesis for the young students.