·

shocking (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
shock (ρήμα)

επίθετο “shocking”

βασική μορφή shocking (more/most)
  1. σοκαριστικός
    The news of the politician's shocking scandal spread quickly through the town.