·

secured loan (EN)
φράση

φράση “secured loan”

  1. εξασφαλισμένο δάνειο (δάνειο που απαιτεί από τον δανειολήπτη να παρέχει ένα περιουσιακό στοιχείο ως εγγύηση· αν ο δανειολήπτης δεν αποπληρώσει, ο δανειστής μπορεί να πάρει το περιουσιακό στοιχείο)
    To expand his business, John applied for a secured loan, offering his warehouse as collateral in case he couldn't repay the debt.