ουσιαστικό “science”
ενικός science, πληθυντικός sciences ή μη μετρήσιμο
- επιστήμη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Science has led to incredible advances in medicine.
- επιστήμη (κλάδος γνώσης)
Computer science is a growing field with many applications.
- γνώση (μέσω μελέτης ή πρακτικής)
Her science of cooking has made her dishes famous.