·

science (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “science”

ενικός science, πληθυντικός sciences ή μη μετρήσιμο
  1. επιστήμη
    Science has led to incredible advances in medicine.
  2. επιστήμη (κλάδος γνώσης)
    Computer science is a growing field with many applications.
  3. γνώση (μέσω μελέτης ή πρακτικής)
    Her science of cooking has made her dishes famous.