·

schema (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “schema”

ενικός schema, πληθυντικός [p]
  1. σχήμα
    The teacher used a basic schema to help students understand the structure of the human body.
  2. διάγραμμα βάσης δεδομένων
    The schema shows "Users" table with columns "ID," "Name," and "Email".
  3. σχηματικό πρότυπο (στη λογική)
    The schema allowed us to replace the variable with any valid mathematical expression.