επίθετο “scarlet”
βασική μορφή scarlet (more/most)
- ερυθρός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She wore a scarlet dress to the party.
- πορφυρός (αμαρτωλός)
The novel tells the story of a scarlet woman seeking redemption.
ουσιαστικό “scarlet”
ενικός scarlet, μη μετρήσιμο
- ερυθρό
The artist mixed pigments to get the perfect scarlet for the sunset.
- ερυθρό ύφασμα
She dressed in fine scarlet for the royal ball.