·

saw (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
see (ρήμα)

ουσιαστικό “saw”

ενικός saw, πληθυντικός saws
  1. πριόνι
    He carefully selected a hand saw from his toolbox to cut the wooden planks for his new bookshelf.

ρήμα “saw”

απαρέμφατο saw; αυτός saws; αόριστος sawed; μετοχή αορ. sawn, sawed us; μετοχή ενεστ. sawing
  1. πριονίζω
    She sawed through the thick branch effortlessly with her new chainsaw.
  2. κινούμαι πριονίζοντας (ή κινούμαι πήγαινε-έλα σαν να χρησιμοποιώ πριόνι)
    The violinist sawed away at his instrument, creating a lively tune that had everyone tapping their feet.