·

safety deposit box (EN)
φράση

φράση “safety deposit box”

  1. θυρίδα ασφαλείας (ένα κλειδωμένο κουτί σε μια τράπεζα όπου οι άνθρωποι κρατούν πολύτιμα πράγματα ασφαλή)
    He stored his important documents and family heirlooms in a safety deposit box at the local bank.