ουσιαστικό “roe”
ενικός roe, πληθυντικός roes ή μη μετρήσιμο
- αυγά ψαριών
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The chef prepared a dish topped with sturgeon roe.
- ζαρκάδι
During our trip to the countryside, we saw a roe in the meadow.