·

phishing (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “phishing”

ενικός phishing, μη μετρήσιμο
  1. ηλεκτρονικό ψάρεμα (η πράξη εξαπάτησης κάποιου στο διαδίκτυο για να αποκαλύψει προσωπικές πληροφορίες όπως κωδικούς πρόσβασης ή αριθμούς πιστωτικών καρτών)
    He fell victim to phishing when he clicked on a fake email link and entered his bank details.