·

rhyme (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “rhyme”

απαρέμφατο rhyme; αυτός rhymes; αόριστος rhymed; μετοχή αορ. rhymed; μετοχή ενεστ. rhyming
  1. ριμάρω
    "Cat" rhymes with "hat."
  2. έχει ρίμες
    The text is nice, but it would be nicer if it rhymed.

ουσιαστικό “rhyme”

ενικός rhyme, πληθυντικός rhymes ή μη μετρήσιμο
  1. ρίμα
    "Cat" is a perfect rhyme for "hat."
  2. ποίημα
    She recited a beautiful rhyme about the changing seasons.