ρήμα “rhyme”
απαρέμφατο rhyme; αυτός rhymes; αόριστος rhymed; μετοχή αορ. rhymed; μετοχή ενεστ. rhyming
- ριμάρω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
"Cat" rhymes with "hat."
- έχει ρίμες
The text is nice, but it would be nicer if it rhymed.
ουσιαστικό “rhyme”
ενικός rhyme, πληθυντικός rhymes ή μη μετρήσιμο
- ρίμα
"Cat" is a perfect rhyme for "hat."
- ποίημα
She recited a beautiful rhyme about the changing seasons.