·

revealing (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
reveal (ρήμα)

επίθετο “revealing”

βασική μορφή revealing (more/most)
  1. αποκαλυπτικός
    The documentary was quite revealing, shedding light on issues that were previously unknown to the public.
  2. αποκαλυπτικός (σχετικά με τα ρούχα)
    She chose not to wear the revealing dress to the family dinner, opting for something more conservative.