·

reservation (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “reservation”

ενικός reservation, πληθυντικός reservations ή μη μετρήσιμο
  1. κράτηση
    We made a reservation at the best restaurant in town for our anniversary dinner.
  2. επιφύλαξη
    She had reservations about accepting the job offer because of the long commute.
  3. καταυλισμός
    They visited the reservation to learn more about the tribe's culture and history.
  4. αποθήκευση (για μελλοντική χρήση)
    The company announced the reservation of funds for new research projects.
  5. νησίδα (η λωρίδα γης που χωρίζει λωρίδες κυκλοφορίας που κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις σε έναν δρόμο)
    The car veered off the road and crashed into the central reservation.