·

pretty (EN)
επίθετο, επίρρημα, ουσιαστικό

επίθετο “pretty”

βασική μορφή pretty (more/most)
  1. όμορφος
    She wore a dress that made her look exceptionally pretty at the party.

επίρρημα “pretty”

pretty (more/most)
  1. αρκετά
    She was pretty excited about her birthday party.

ουσιαστικό “pretty”

ενικός pretty, πληθυντικός pretties
  1. κορίτσι (σε περίπτωση που αναφέρεται σε ελκυστική γυναίκα)
    Come here, pretty.