επίθετο “pretty”
βασική μορφή pretty (more/most)
- όμορφος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She wore a dress that made her look exceptionally pretty at the party.
επίρρημα “pretty”
- αρκετά
She was pretty excited about her birthday party.
ουσιαστικό “pretty”
ενικός pretty, πληθυντικός pretties
- κορίτσι (σε περίπτωση που αναφέρεται σε ελκυστική γυναίκα)