ουσιαστικό “photograph”
ενικός photograph, πληθυντικός photographs
- φωτογραφία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She framed the beautiful photograph of the sunset and hung it on her wall.
ρήμα “photograph”
απαρέμφατο photograph; αυτός photographs; αόριστος photographed; μετοχή αορ. photographed; μετοχή ενεστ. photographing
- φωτογραφίζω
She loves to photograph sunsets at the beach.
- βγαίνω/δεν βγαίνω καλά στη φωτογραφία
He doesn't photograph well, but he looks great in person.