·

photograph (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “photograph”

ενικός photograph, πληθυντικός photographs
  1. φωτογραφία
    She framed the beautiful photograph of the sunset and hung it on her wall.

ρήμα “photograph”

απαρέμφατο photograph; αυτός photographs; αόριστος photographed; μετοχή αορ. photographed; μετοχή ενεστ. photographing
  1. φωτογραφίζω
    She loves to photograph sunsets at the beach.
  2. βγαίνω/δεν βγαίνω καλά στη φωτογραφία
    He doesn't photograph well, but he looks great in person.