ουσιαστικό “horology”
ενικός horology, μη μετρήσιμο
- ωρολογία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She dedicated her life to horology, fascinated by the intricate ways humans have measured the passing of time.
- τέχνη της ωρολογοποιίας (για τη δημιουργία και συντήρηση συσκευών χρονομέτρησης)
His passion for horology led him to restore antique pocket watches to their former glory.