·

horology (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “horology”

ενικός horology, μη μετρήσιμο
  1. ωρολογία
    She dedicated her life to horology, fascinated by the intricate ways humans have measured the passing of time.
  2. τέχνη της ωρολογοποιίας (για τη δημιουργία και συντήρηση συσκευών χρονομέτρησης)
    His passion for horology led him to restore antique pocket watches to their former glory.