επίθετο “controversial”
βασική μορφή controversial (more/most)
- αμφιλεγόμενος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The new law about school uniforms became very controversial, with parents and teachers arguing for weeks.