·

payout (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “payout”

ενικός payout, πληθυντικός payouts
  1. πληρωμή (ένα ποσό χρημάτων που καταβάλλεται σε κάποιον)
    He won the lottery last month and received a big payout.
  2. μέρισμα (στα χρηματοοικονομικά, τα χρήματα που καταβάλλονται στους μετόχους ως μερίσματα)
    The company increased its payout this year due to higher profits.