·

payday loan (EN)
φράση

φράση “payday loan”

  1. δάνειο μέχρι την επόμενη πληρωμή (ποσό χρημάτων που κάποιος δανείζεται για μικρό χρονικό διάστημα, συνήθως μέχρι την επόμενη πληρωμή του, συχνά με πολύ υψηλό επιτόκιο)
    She needed some extra cash, so she took out a payday loan to cover her expenses until her next paycheck.