·

clothes (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
clothe (ρήμα)

ουσιαστικό “clothes”

clothes, μόνο πληθυντικός
  1. ρούχα
    She packed her clothes carefully, making sure to include warm sweaters.