·

paperclip (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “paperclip”

ενικός paperclip, πληθυντικός paperclips
  1. συνδετήρας
    She fastened the documents with a paperclip.

ρήμα “paperclip”

απαρέμφατο paperclip; αυτός paperclips; αόριστος paperclipped; μετοχή αορ. paperclipped; μετοχή ενεστ. paperclipping
  1. συνδέω με συνδετήρα
    He paperclipped the receipts to the invoice before filing them away.