ουσιαστικό “paperclip”
ενικός paperclip, πληθυντικός paperclips
- συνδετήρας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She fastened the documents with a paperclip.
ρήμα “paperclip”
απαρέμφατο paperclip; αυτός paperclips; αόριστος paperclipped; μετοχή αορ. paperclipped; μετοχή ενεστ. paperclipping
- συνδέω με συνδετήρα
He paperclipped the receipts to the invoice before filing them away.