επίθετο “painstaking”
βασική μορφή painstaking (more/most)
- επιμελής
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She painted the mural with painstaking precision, ensuring every tiny detail was perfect.