ουσιαστικό “origin”
ενικός origin, πληθυντικός origins ή μη μετρήσιμο
- προέλευση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Scientists study the origin of humanity to understand how our species began.
- καταγωγή
Maria's origins in a small farming village shaped her strong work ethic.
- αρχή (στα μαθηματικά)
In the graph, the origin is where the x-axis and y-axis meet at (0,0).