επίρρημα “painstakingly”
painstakingly (more/most)
- επιμελώς
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She painstakingly painted each tiny flower on the mural, making sure every detail was perfect.