επίθετο “operating”
βασική μορφή operating, μη βαθμ.
- λειτουργικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company reduced its operating expenses to increase profits.
- χειρουργικός
The patient was wheeled into the operating room for surgery.